- απροσδιόριστο
- belirsiz, saptanamayan, tayin edilemeyen
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αμβλυόχρους — ἀμβλυόχρους, ουν (Μ) αυτός που έχει χρώμα αμαυρό, πελιδνό ή απροσδιόριστο, ο θαμπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + χρους < χροος < χρώς «χρώμα»] … Dictionary of Greek
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
οντότητα — η (ΑΜ ὀντότης) [ον, όντος] 1. η αφηρημένη έννοια τού όντος, ύπαρξη, υπόσταση, το είναι 2. πραγματικότητα, αλήθεια νεοελλ. 1. καθετί το οποίο αποτελεί την ουσία ενός πράγματος 2. (κατ επέκτ.) η ίδια η ουσία 3. το ίδιο το υπάρχον, η αυτοτελής… … Dictionary of Greek
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek
φόλλις — εως, ὁ, ΜΑ, και φόλις, ὁ, και φόλλη, ἡ, Μ, και φόλης και φόλλος Α (βυζ.) επαργυρωμένο χάλκινο νόμισμα που καθιερώθηκε στις αρχές τού 4ου αιώνα και ήταν ισοδύναμο με το 1/24 τού μιλιαρισίου μσν. απροσδιόριστο χρηματικό ποσό αρχ. 1. φυσερό 2. φόρος … Dictionary of Greek
Διόφαντος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (4ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Λυκία, αλλά ασκούσε το επάγγελμά του στην Αλεξάνδρεια. O Γαληνός τον αναφέρει και ως χειρουργό. 2. Ιστορικός και γεωγράφος (3ος αι. π.Χ.). Έγραψε το έργο Ποντικαί ιστορίαι. 3.… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
Σουρινάμ — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τη Bραζιλία, στα Δ με τη Δημοκρατία της Γουιάνας και στα Α με τη Γαλλική Γουιάνα.Tο Σουρινάμ, πρώην ολλανδική αποικία, από το 1954 αποτελεί αυτόνομο μέλος των Kάτω Xωρών. Βρέχεται στο βόρειο τμήμα… … Dictionary of Greek
Τσιμαρόζα, Ντομένικο — (Cimarosa, Αβέρσα, Καζέρτα 1749 – Βενετία 1801). Ιταλός συνθέτης. Γιος ενός χτίστη και μιας πλύστρας, σε ηλικία εφτά ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και ύστερα από μια περίοδο επαιτείας τον εμπιστεύτηκαν στους καλόγερους ενός μοναστηριού στο… … Dictionary of Greek